μπουμπάρι

μπουμπάρι
το
1. το παχύ έντερο
2. είδος φαγητού που παρασκευάζεται από το παχύ έντερο σφαγίου, το οποίο παραγεμίζεται με εντόσθια και μπαχαρικά
3. κυλινδρικό κατασκεύασμα από τρίχες σε σχήμα ημισελήνου, με το οποίο οι γυναίκες στο παρελθόν αύξαναν τεχνητά τον όγκο τών μαλλιών τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bumbar].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”